- επιταχύμετρο
- και επιταχυνσίμετρο, το(μηχ.) όργανο που μετράει την επιτάχυνση μιας κίνησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτάχυνση + μέτρο. Απόδοση στην Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. accelerometre)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek